σπαργανιώτης

σπαργανιώτης
σπαργᾰν-ιώτης, ου, ,
A child in swaddlingclothes, h.Merc.301.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σπαργανιώτης — ὁ, Α παιδί στα σπάργανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάργανον + επίθημα ιώτης (πρβλ. στρατ ιώτης)] …   Dictionary of Greek

  • σπαργανιῶτα — σπαργανιώτης child in swaddlingclothes masc voc sg σπαργανιώτης child in swaddlingclothes masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ιώτης — (AM ιώτης) κατάλ. ουσιαστικών τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος ώτης με το ληκτικό στοιχείο ι τού θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. επαρχία: επαρχ ι ώτης, στάσις: στασ ι ώτης) η κατάλ. ώτης αποτελεί επηυξημένη μορφή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”